- καθομολόγηση
- η1. ανεπιφύλακτη αποδοχή, δόσιμο όρκου2. φρ. α) «καθομολόγηση πίστεως» — υπόσχεση πίστεωςβ) «καθομολόγηση ιατρού» — ο όρκος που δίνεται από πτυχιούχο τής ιατρικής, με τον οποίο αυτός ομολογεί πίστη και αφοσίωση στην ιπποκρατική δεοντολογίαγ) «καθομολόγηση διδάκτορος» — ο όρκος που δίνει ο διδάκτωρ μιας πανεπιστημιακής σχολής ότι θα ζήσει «κατ' επιστήμην» και θα αφοσιωθεί στην ανιδιοτελή έρευνα τού κλάδου του.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθομολογῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καθομολόγησις, μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (έναρξη έκδ. 1833)].
Dictionary of Greek. 2013.